Τετάρτη


Ο Β' ελληνικός αποικισμός και η Μεγάλη Ελλάδα

ORCA2

«Επίστασθε δε ότι η μεν αρχή των κρατούντων της Θαλάσσης = γνωρίζεται βεβαίως πως η εξουσία ανήκει σε όσους κυριαρχουν στη θάλασσα, οι Αθηναίοι  (Λυσίας, Ολυμπιακός)
«Έχομεν Γήν και Πατρίδα, όταν έχομεν πλοία εις την Θάλασσαν» (Αθηναίοι, Θουκυδίδης)
«Διακόσιες νήες πεπληρωμέναι εστίν ημίν η Πατρίς» (Αθηναίοι στην παντοδυναμία τους).
«Tίποτα, αρχόντοι, δε φελά, μονάχα το καράβι» (Κ. Κανάρης)

Στη μικρή ορεινή και άγονη χερσόνησο της Ελλάδας, στην ανατολική πλευρά της Μεσογείου, το 800 π.Χ. είχαν περάσει ήδη, περίπου 300χρόνια από τη στιγμή που κατέρρευσε η Μυκηναϊκή κοινωνία. Στα σκοτεινά και άγνωστα αυτά χρόνια γίνονταν αλλεπάλληλες κοινωνικές ανακατατάξεις. Η κάθε ομάδα προσπαθούσε ν’ αποκτήσει ένα κομμάτι γης για να εξασφαλίσει τη διαβίωση της. Στην προσπάθεια αυτή ήδη από πιο νωρίς πολλοί από τους κατοίκους αποφάσισαν να φύγουν ανατολικά δημιουργώντας τον Α΄ Ελληνικό αποικισμό στη Μικρά Ασία.
Ο ελληνικός όμως χώρος πάντοτε υπήρξε δύσβατος και άγονος.Οι ορεινοί όγκοι αφήνουν μικρά κομμάτια γης, τα οποία δεν μπορούσαν να τους θρέψουν όλους. Καθώς ο πληθυσμός αύξανε μαζί τους αύξαναν και τα κοινωνικά προβλήματα. Λίγοι, είχαν εξασφαλίσει μεγάλα τμήματα γης και δεν ήταν διατεθειμένοι να τα παραχωρήσουν στους νέους, αλλά και αυτοί δεν ήταν διατεθειμένοι να γίνουν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Οι λύσεις δεν ήταν πολλές, αφού οι πολίτες δεν ακολουθούσαν την ρήση του Ησίοδου: «ας υπάρχει και ένας μοναχογιός για να πληθαίνει την πατρική περιουσία». Η έπρεπε να γίνει εξέγερση ενάντια στο υπάρχον κοινωνικό σύστημα, ή ανεύρεση νέων τόπων για μετοίκηση των άκληρων.
Η λύση αυτή φαίνεται ότι συναντούσε την αποδοχή όλων των πλευρών. Η άρχουσα τάξη απαλλασσόταν από το πρόβλημα, ενώ οι νέοι ονειρεύονταν νέους τόπους, όπου θα έκτιζαν μια καινούρια ζωή. Η διέξοδος ανατολικά γινόταν πλέον προς την Προποντίδα και την Μαύρη θάλασσα καθώς οι περιοχές της Μικράς Ασίας είχαν ήδη κατοικηθεί. Η δυναμική όμως διέξοδος ήταν προς τη Δύση, όπου τελείωνε ο μέχρι τότε γνωστός κόσμος. Ο Β΄ Ελληνικός αποικισμός είχε αρχίσει

Ο Β' Ελληνικός αποικισμός ακολούθησε τις εξής κατευθύνσεις: 
Προς τα βόρεια και βορειανατολικά: 
  
Χαλκιδική, παράλια της Θράκης, Ελλήσποντος, Προποντίδα, Βόσπορος και όλα τα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Προς τον Βορρά, στη Χαλκιδική πρώτοι ίδρυσαν αποικίες οι Χαλκιδείς, με σημαντικότερη αποικία την `Ολυνθο. Η Κόρινθος ίδρυσε την Ποτίδαια. Η ξυλεία και τα μεταλλεύματα ήταν τα κυριότερα προϊόντα της Χαλκιδικής και της Θράκης, η οποία έδινε επιπρόσθετα χρυσό από την περιοχή του Παγγαίου. Οι `Ελληνες για να εκμεταλλεύονται τα “Στενά” (Ελλήσποντος, Προποντίδα, Βόσπορος), ίδρυσαν στις ακτές τους αποικίες (8ος αιώνας π.Χ.). Προηγήθηκαν η Μίλητος και Μέγαρα. Οι Μιλήσιοι αποίκησαν τις ακτές του Εύξεινου Πόντου και μονοπώλησαν το εμπόριο της περιοχής. 
  
Προς τα δυτικά: 
  
Κέρκυρα, ιλλυρικές ακτές, Σικελία και Κάτω Ιταλία, παράλια της σημερινής Γαλλίας και τμήμα των παραλίων της σημερινής Ισπανίας. Πυκνός ήταν ο αποικισμός της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας, ώστε η περιοχή ονομάστηκε “Μεγάλη Ελλάδα”. Πολλές από τις εκεί αποικίες έγιναν μεγάλες και πλούσιες πόλεις, όπως ο Τάρας, αποικία της Πελοποννήσου, η Κύμη, αποικία των Ευβοιέων και οι Συρακούσες, αποικία των Κορινθίων στη Σικελία. Οι αποικίες αυτές έγιναν πλούσιες χάρη στη πλούσια γη και στο εμπόριο γεωργικών κυρίως προϊόντων. Στη Γαλλία οι Φωκαείς, από τη Φώκαια της Μ. Ασίας ίδρυσαν τη Μασσαλία, η οποία πλούτισε από το εμπόριο του κρασιού και του λαδιού.


ΚΑΝΕ ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ


ΔΙΑΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΑΠΟΙΚΙΩΝ
Κάντε κλικ στην εικόνα για να ανοίξει ο σύνδεσμος και στη συνέχεια πατήστε πάνω στα ονόματα των αποικιών για να βρείτε πληροφορίες

Οι ετοιμασίες
Η μητέρα-πόλη κατανοούσε ότι για να γίνει αυτή η μετοικεσία θα έπρεπε να βοηθήσει οικονομικά. Έτσι, σαν πρώτο βήμα διέθετε πλοία για το ταξίδι των αποίκων. Άποικος δεν σήμαινε άτομο που φεύγει για ένα σύντομο διάστημα, αλλά για όλη του τη ζωή, αφού παίρνει μαζί του την ‘οικία’ του.Συνήθως μάλιστα απαγορευόταν να γυρίσει κανείς πίσω πριν από την παρέλευση πέντε ετών. Ο Ηρόδοτος αναφέρει το γεγονός ότι άποικοι από την Θήρα (Σαντορίνη)που απέτυχαν να εγκατασταθούν σε νέο τόπο και επέστρεψαν πίσω στο νησί τους,βρήκαν στην προβλήτα εκείνους που πριν λίγο καιρό τους αποχαιρετούσαν συγκινημένοι να τους πετροβολούν για να μην μπορέσουν να αποβιβαστούν. Ο νόμος της επιβίωσης δεν άφηνε κανένα περιθώριο υποχωρήσεων.
Πριν όμως από οιαδήποτε απόφαση έπρεπε να συμβουλευτούν το μαντείο των Δελφών, το οποίο θα χρησμοδοτούσε για την επιτυχία ή μη του εγχειρήματος, αλλά και θα πρότεινε τον «οικιστή», τον αρχηγό δηλαδή αυτής της προσπάθειας.

Η συμβουλή του μαντείου των Δελφών είχε καθιερωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουδείς τολμούσε να αναχωρήσει για μετοικεσία, εάν δεν είχε προσφέρει τα αναθήματα του στο μαντείο και δεν είχε λάβει τον απαραίτητο χρησμό. Κοιτώντας κανείς σήμερα το μαντείο των Δελφών, εκπλήσσεται από την ευελιξία αλλά και τις γνώσεις που διέθετε. Το μαντείο στο πέρασμα του χρόνου είχε αποκτήσει μια ‘τράπεζα δεδομένων’, βάσει της οποίας συμβούλευε τους υποψήφιους αποίκους.
Πάλι για τους αποίκους της Σαντορίνης, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι, όταν λάβανε τον χρησμό ο οποίος έλεγε να πάνε στη Λιβύη κοιταχθήκανε με απορία ρωτώντας που είναι αυτός ο τόπος. Κατά την διάρκεια των ετών, μετά μάλιστα τους πρώτους αποικισμούς έχουμε πολλούς χρησμούς του Μαντείου που προσδιόριζαν που ακριβώς θα έπρεπε να εγκατασταθούν οι νέοι άποικοι. Οι γνώσεις αυτές φαίνονται απίστευτες για την εποχή εκείνη όπου έξω από την γνώση του Αιγαίου υπήρχε μια ομιχλώδης εικόνα του υπόλοιπου κόσμου. Το μαντείο φρόντιζε βέβαια πάντα να κάνει διορθώσεις και μετά τα γεγονότα επεξηγώντας χρησμούς εκ των υστέρων αλλά και προβάλλοντας αποτυχίες αποίκων οι οποίοι δεν φρόντισαν από πριν να συμβουλευτούν το Μαντείο.
Το ταξίδι
Πεντηκόντορος
Το ταξίδι από την Ελλάδα προς την Ιταλία ήταν μια ‘περιπέτεια’ που διαρκούσε πάνω από ένα μήνα. Οι δύο σημαντικότερες πειρατικές βάσεις που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι άποικοι συνδέονταν με το ακρωτήριο του Μαλέα (στο ανατολικό πόδι της Πελοποννήσου) και με τους Ιλλυριούς στα σημερινά σύνορα Ελλάδας – Αλβανίας. Σήμερα δύσκολα μπορεί κάποιος να κατανοήσει τις συνθήκες και το φόβο που προκαλούσαν αυτά τα ταξίδια σε άγνωστες θάλασσες και στεριές. Ας σκεφτεί κανείς ότι στην περιπλάνηση του Οδυσσέα η Σκύλα και η Χάρυβδη είχαν τοποθετηθεί στο στενό της Μεσσήνης μεταξύ Ιταλίας και Σικελίας. Τα πλοία που συνήθως ξεκινούσαν αυτές τις προσπάθειες ήταν απλά πολεμικά πλοία, οι πεντηκόντοροι (με 25 κωπηλάτες από κάθε πλευρά του πλοίου).Στο πλοίο υπήρχαν ακόμα 30 περίπου άτομα διαφόρων ειδικοτήτων και φυσικά ο οικιστής σαν αρχηγός της αποστολής. Αν σκεφτεί κανείς ότι σε ένα χώρο 25-30μέτρων χωρίς περίπου καμία ευκολία έπρεπε να ζήσουν ογδόντα άτομα από τριάντα μέχρι εξήντα μέρες, κατανοεί τη δυσκολία του εγχειρήματος.
Το ταξίδι άρχιζε είτε κάνοντας τον περίπλου της Πελοποννήσου και ανεβαίνοντας μέχρι την Κέρκυρα,απ’ όπου περνούσαν στην Ιταλία, είτε από τον Κορινθιακό, από όπου η απόσταση ήταν πιο μικρή. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, πέρα από τις δύσκολες συνθήκες λόγω ανέμων, έπρεπε να γλυτώσουν και από τους πειρατές οι οποίοι είχαν ακόμα ελαφρύτερα πλοία.
Οι πειρατές λυμαίνονταν τη Μεσόγειο, και τα δύο πιο επικίνδυνα σημεία για τους ταξιδευτές ήταν το ακρωτήριο του Μαλέα, στο ανατολικό πόδι της Πελοποννήσου, και το πέρασμα από τη Κέρκυρα στην Ιταλία,όπου υπήρχαν οι Ιλλυριοί πειρατές, λαός που κατοικούσε στην Αδριατική.
Αν όλα πήγαιναν καλά, τότε έφταναν οι τολμηροί αυτοί ταξιδιώτες στην Νότιο Ιταλία, στη Σικελία αλλά και ακόμα μακρύτερα, στις ακτές της βόρειας Αφρικής. Για να καλύψουν τα 800 -1000 ναυτικά μίλια που έπρεπε να ταξιδέψουν οι άποικοι χρειάζονταν ταξίδι πάνω από ένα μήνα, ενώ μόνο το πέρασμα της Αδριατικής χρειαζόταν δύο ημέρες. 

Η Μεγάλη Ελλάδα

H ονομασία Μεγάλη Ελλάδα, είχε δοθεί κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. στις ελληνικές πόλεις που βρίσκονταν κατά μήκος των παραλίων της Νότιας Ιταλίας. Στη συνέχεια, όμως, από τον 1ο π.Χ. αιώνα, ο όρος περιελάμβανε και τη Σικελία, περικλείοντας έτσι όλο το τμήμα της Ιταλίας, στο οποίο είχαν εγκατασταθεί Έλληνες. Οι κάτοικοι της ήταν γνωστοί στην Ελλάδα ως Ιταλιώτες και Σικελιώτες αντίστοιχα, ενώ οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τον όρο Γραικοί. Ο χαρακτηρισμός «Μεγάλη» δεν προσδιορίζει τόσο την γεωγραφική έκταση, όσο το μέγεθος της αναγνώρισης που έδειχνε ο αρχαίος κόσμος αφενός στον πολιτισμό που ανέπτυξαν οι φιλόσοφοι, οι καλλιτέχνες, οι επιστήμονες στα ελληνικά κέντρα και αφετέρου στην οικονομική και πολιτική ισχύ που κατάφεραν να αποκτήσουν.

Γιγάντιος Τελαμώνας (από το ναό του Ολυμπίου Διός)



Στον Κρότωνα ανέπτυξε τη φιλοσοφική του σκέψη ο Πυθαγόρας, η οποία διαδόθηκε γρήγορα στις γειτονικές πόλεις και από εκεί στην κυρίως Ελλάδα. Κατόπιν, τη σκυτάλη πήρε η Ελέα που ανέδειξε δύο από τους πιο σημαντικούς στοχαστές της αρχαιότητας τον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα, οι οποίοι δημιούργησαν την ελεατική σχολή. Στην Σικελία εμφανίστηκαν τον 5ο αιώνα π.Χ ο Εμπεδοκλής από τον Ακραγάντα, ο οποίος εκτός από φιλόσοφος ήταν και γιατρός, μηχανικός, ποιητής και ρήτορας και ο Γοργίας από τους Λεοντίνους που δίδαξε την ρητορική τέχνη σε πολλές ελληνικές πόλεις, μεταξύ των οποίων και στην Αθήνα.



Ο ναός της Ομόνοιας


Η Σικελία ήταν η πατρίδα του μεγάλου λυρικού ποιητή του Στησίχορου, ενώ άξιος συνεχιστής του ήταν ο Ιβυκος από το Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας. Στο θέατρο άνθησε η τέχνη του Επίχαρμου, του σημαντικότερου εκπροσώπου της σικελικής κωμωδίας, ο οποίος έζησε στην αυλή του τυράννου των Συρακουσών Ιέρωνα, όπου γνώρισε τους ποιητές Πίνδαρο, Συμωνίδη και Βακχυλίδη. Σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών ήταν οι Συρακούσιοι Σώφρονας, Θεόκριτος, Φιλήμων, Μόσχος, ο Αρχέστρατος από τη Γέλα, ο Λεωνίδας και ο Ρίτων από τον Τάραντα κ.α. Από τις Συρακούσες ήταν ακόμη ένας από τους μεγαλύτερους Ελληνες επιστήμονες, ο μαθηματικός και μηχανικός Αρχιμήδης. Η Μεγάλη Ελλάδα αποτέλεσε γόνιμο έδαφος για τη φιλοσοφία, τις τέχνες, τα μαθηματικά, τις επιστήμες που εξαπλώθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο και αποτελούν τις ρίζες του δυτικού πολιτισμού.

ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ



 Γκρεκάνικα, τα κατωιταλιώτικα ελληνικά. 
  === Τα γκρεκάνικα ή γκρίκο όπως είναι γνωστά τα κατωιταλιώτικα ελληνικά μιλιούνται από τις ελληνόφωνες κοινότητες των Γκρεκάνων στα δύο άκρα της ιταλικής μπότας, στην Απουλία και την Καλαβρία.
=== Προέρχονται είτε από τα δωρικά που μιλιούνταν στις εκεί ελληνικές αποικίες στη Μεγάλη Ελλάδα είτε, σύμφωνα με μια  άλλη άποψη, από τη μεσαιωνική ελληνική.
=== Οι Ξεχασμένοι “Ελληνες 
=== Η Καλαβρία υπήρξε για μια περίπου χιλιετία σημαντικό κέντρο του ελληνισμού. Οι απόγονοι αυτών των πρώτων μεταναστών καταφέρνουν να κρατήσουν ζωντανά τα στοιχεία που συνιστούν την ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων. 
=== Με τις ελληνικές επιγραφές στους δρόμους, με την γκρεκάνικη διάλεκτο, με τα τραγούδια τα οποία περνάνε από γενιά σε γενιά. 
=== Ωστόσο, η γλώσσα των αριθμών είναι σκληρή και γεννά ανησυχίες για το μέλλον των ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας. Ο πληθυσμός στα ελληνόφωνα χωριά μειώνεται συνεχώς, αφού οι νέοι στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια μετακινούνται προς τον πλούσιο Βορρά.  Οι προσπάθειες οι οποίες γίνονται επικεντρώνονται στην αναγκαιότητα της διατήρησης του ελληνικού ιδιώματος της Καλαβρίας.  Τα ελληνικά της Καλαβρίας, που είναι μετεξέλιξη της αρχαίας δωρικής, διατηρήθηκαν για αιώνες και δεν πρέπει να χαθούν. 



 Σκηνή από το ντοκιμαντέρ «Εncardia, η πέτρα που χορεύει» (Βραβείο κοινού στο 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης)


Στα νότια
Περιοχή της Κυρηναϊκής (σημερινή Λιβύη). Στα νότια, στην Αίγυπτο, ιδρύθηκε η Ναύκρατη και δυτικότερα στην περιοχή της Κυρηναϊκής (Λιβύη) άποικοι από τη δωρική Θήρα ίδρυσαν την Κυρήνη, που πλούτισε από το εμπόριο των γεωργικών προϊόντων και το αρωματικό φυτό σίλφιο.



 Η Χαλκιδική αποικίστηκε πρώτα από τους Χαλκιδείς και στη συνέχεια και από άλλες πόλεις της Νότιας Ελλάδας.
Ανάμεσα στις πόλεις που αναπτύχθηκαν ξεχώρισε η `Ολυνθος



Ο Ελλήσποντος, ή Προποντίδα και ο Βόσπορος αποικίστηκαν από νωρίς, γιατί οι `Ελληνες κατάλαβαν τη σημασία που είχαν τα “Στενά” για την επικοινωνία με τον Εύξεινο Πόντο.

Πίνακας 1: Αποικίες κατά το 2ο ελληνικό αποικισμό
Αχαϊκές
Ιωνικές
Δωρικές

Σύβαρη
Κρότωνας
Λοκροί
Οδησσός
Ίστρος
Ολβία
Παντικάπαιο
Τάναϊς
Φαναγόρια
Πιτυούντα
Διοσκουρίδα
Τραπεζούντα
Κερασούντα
Αμισσός
Σινώπη
Κύζικος
Άβδηρα
Όλυνθος
Νάξος
Ζάγυλη
Ρήγιον
Ελέα
Κύμη
Νεάπολη
Αλαλία
Ιεράπολη
Νίκαια
Μασσαλία
Τάραντας
Ηράκλεια
Ιμέρα
Σελινούντα
Ακράγαντας
Γέλα
Συρακούσες

Επίδαμνος

Απολλωνία
Κέρκυρα
Ποτίδαια
Βυζάντιο
Μεσημβρία
Χαλκηδόνα
Άβυδος
Σίγειο
Ναύκρατη
Κυρήνη
Απολλωνία
Βάρκα

Πίνακας 2: Εισαγόμενα προϊόντα από τις αποικίες


Mέταλλα
Ξυλεία
Δέρματα
Κερί
Υφάσματα
Σιτηρά


- Κύπρος (χαλκός)
- Παράλια Πόντου (σίδηρος)
- Θάσος (χρυσός)
- Ισπανία (άργυρος, χαλκός, κασσίτερος)
- Συρία (διάφορα μέταλλα)
- Κιλικία (διάφορα μέταλλα)
- Παλαιστίνη (διάφορα μέταλλα)
- Μεσοποταμία (διάφορα μέταλλα)
- Μαύρη θάλασσα (διάφορα μέταλλα)


- Νότια Μαύρη θάλασσα

- Θράκη


- Θράκη

- Θράκη

- Αίγυπτος
- Διάφορα βασίλεια της Ασίας

- Αίγυπτος
- Μαύρη θάλασσα

Εντοπίζω στο διαδραστικό χάρτη τις ελληνικές αποικίες:
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ

Σάββατο


Το χαμένο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης
Το Ντοκιμαντέρ καταγράφει την αποκάλυψη του λιμανιού της Κωνσταντινούπολης στο Γενικαπί, στα νότιας της ιστορικής χερσονήσου όπου ήταν κτισμένη στην αρχαιότητα η αποικία των Μεγαρέων"Βυζάντιον". Η αρχαιολογική σκαπάνη φέρει επίσης στο φως δεκάδες ναυαγισμένα πλοία, τμήμα των τειχών του Μεγάλου Κωνσταντίνου αλλά και άλλα τεκμήρια θαμμένα στη λάσπη 17 αιώνων. Η μεγαλύτερη αρχαιολογική εκσκαφή εξελίσσεται δίπλα από τον πιο πολυσύχναστο συγκοινωνιακό άξονα της Πόλης. Μια μοναδική ευκαιρία να ερευνηθούν πλευρές της Ιστορίας της Κωνσταντινούπολης που δεν μπόρεσαν να μελετηθούν μέχρι σήμερα, αφού ο λιμένας του Θεοδοσίου έκρυβε στο βυθό του πολλά και σημαντικά ναυάγια. Η άμμος που κάλυψε τα πάντα διατήρησε ακέραια μέσα στους αιώνες αντικείμενα από δέρμα ή ξύλο, όπως λυχνάρια, σανδάλια, δοχεία αρωμάτων, αμφορείς, κάνιστρο γεμάτο κουκούτσια από κεράσια μέχρι και σκοινιά με τα οποία έδεναν τα πλοία τους στους πασσάλους στις αποβάθρες.


Tο χαμένο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης από KRASODAD

Παρασκευή

ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ- ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΦΥΛΛΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ



Αρχαία Μίλητος, διαδραστική περιήγηση

 Μίλητος βρίσκεται στη θέση που κατείχε το χωριό Balat, το οποίο καταστράφηκε από σεισμό το 1955. Τα ευρήματα των ανασκαφών ενισχύουν την παράδοση για κρητική παρουσία στην περιοχή (περίπου 16ος αιώνας π.Χ.). Τη μινωική εγκατάσταση τη διαδέχτηκε, σχεδόν χωρίς διακοπή, ο μυκηναϊκός οικισμός, ενώ η επανίδρυση της Μιλήτου από Ίωνες αποίκους τοποθετείται γύρω στο 1050 π.Χ.
Στην αρχαϊκή περίοδο, η Μίλητος υπήρξε το θέατρο των σημαντικότερων επιστημονικών ανακαλύψεων. Στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. οι Μιλήσιοι Θαλής,Αναξίμανδρος και Αναξιμένης, αναζητώντας τα πρωταρχικά στοιχεία του κόσμου, έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη μιας επιστημονικής, αιτιοκρατικής ερμηνείας, απαλλαγμένης από τις μυθικές γενεαλογίες.
Στα Κλασικά χρόνια, μετά την καταστροφή της πόλης από τους Πέρσες το 494 π.Χ., η Μίλητος συνέχισε πιθανόν να κατοικείται σε αρκετά περιορισμένη κλίμακα. Η επανίδρυση της πόλης όμως έγινε το 479 π.Χ. Ακολουθήθηκε το ιπποδάμειο σύστημα, που πήρε το όνομά του από τον Ιππόδαμο, ο οποίος ήταν από τη Μίλητο και θεωρείται ο θεμελιωτής της πολεοδομίας της κλασικής πόλης.
Ο ιδρυτής της πολεοδομίας, Ιππόδαμος
Βέβαια, τόσο η αρχαϊκή όσο και η κλασική πόλη έχουν κατά μεγάλο μέρος σκεπαστεί από τα εντυπωσιακά ελληνιστικά μνημεία. Η Μίλητος παρέμεινεσημαντικό αστικό και εμπορικό κέντρο της Ιωνίας με τρία λιμάνια: το Λιμάνι της Αθηνάς, του Θεάτρου και των Λεόντων. Στα Ελληνιστικά χρόνια, τα σημαντικότερα οικοδομήματα που χτίστηκαν ήταν το Γυμνάσιο του Ευμένη Β΄ και το Γυμνάσιο του Ευδήμου, το Θέατρο, το Στάδιο, το Βουλευτήριο και η Νότια Αγορά.
Περιηγηθείτε λοιπόν στην Αρχαία Μίλητο με τη βοήθεια της διαδραστικής απεικόνισης 360 μοιρών.
Περάστε τον κέρσορα από την εικόνα (κάτω) και οδηγηθείτε στο περιβάλλον της εικονικής περιήγησης.
Κατόπιν επιλέξτε δεξιά πρώτα την τοποθεσία που επιθυμείτε και στη συνέχεια με τα βελάκια επισκεφθείτε στα αξιοθέατα της Αρχαίας Μιλήτου.
ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΙΛΗΤΟ
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ
ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ:ΛΙΜΑΝΙ ΛΕΟΝΤΩΝ ΚΛΙΚ ΕΔΩ

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΙΛΗΤΟ

ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ

Πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού



Αρχαία Λιμάνια

Τα αρχαία νεώρια διέθεταν ειδική τεχνική υποδομή για τους πολεμικούς στόλους, με νεώσοικους καισκευοθήκες, ενώ η οχύρωσή τους ήταν υψίστης σημασίας. Οι πρώτες ναυτικές πολεμικές βάσεις με τα συγκροτήματα των νεωσοίκων εμφανίζονται στα τέλη της αρχαϊκής εποχής και αποτελούν απόρροια πολύπλευρων ναυτικών καινοτομιών, με βασικότερη την εμφάνιση της τριήρους.
Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα των αρχαίων λιμανιών της Μεσογείου παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την οχύρωση, τη χωροταξική οργάνωση, την αρχιτεκτονική και τη λειτουργικότητα των χώρων αυτών, καθώς και απαντήσεις σε πιο συγκεκριμένα ερωτήματα όπως σε σχέση με την ανέλκυση και την καθέλκυση των πλοίων, τις κεκλιμένες ράμπες, την πιθανή χρήση βαρούλκων και μηχανικών συστημάτων ανέλκυσης των πλοίων.
Τα αρχαία λιμάνια εμπορικά και στρατιωτικά, έπρεπε να πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Καταρχάς έπρεπε να είναι οχυρωμένα αλλά και προσβάσιμα και ταυτόχρονα προφυλαγμένα από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Έπρεπε να διαθέτουν τις απαραίτητες υποδομές, από χώρο για να προσαράζουν τα πλοία μέχρι οργανωμένους ναύσταθμους με νεώσοικους, χώρους για την επιδιόρθωση και το καλαφάτισμα, αποθήκες, αλλά και διάφορες άλλες βοηθητικές εγκαταστάσεις. Πάνω απ' όλα βέβαια έπρεπε να παρέχουν ασφάλεια από παντός είδους επιθέσεις ξηράς και θάλασσας.
Τα πρώιμα παραδείγματα λιμένων εκμεταλλεύονταν τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της εκάστοτε περιοχής. Τα πρώιμα αρχαία λιμάνια διέθεταν παραλία με χαμηλή κλίση και σημεία για να τραβιούνται τα καράβια στο γιαλό (εικ. 2), τεχνητές εσωτερικές λεκάνες, τους λεγόμενουςκόθωνες (εικ. 4), καθώς και φυσικές ή τεχνητές προστατευμένες λεκάνες συχνά ενταγμένες μέσα στο σύστημα οχύρωσης, τους λεγόμενους κλειστούς λιμένες (εικ. 2-3). Γενικά τα αρχαία λιμάνια της Μεσογείου δεν παρουσιάζουν μία κοινή εξέλιξη, καθώς οι πόλεις ανέπτυσσαν τις ναυτικές υποδομές τους ανάλογα με τις ανάγκες τους, αλλά και τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους.
Από την προϊστορική περίοδο και εξής και σε αντίθεση με τα εμπορικά πλοία που αύξαναν σημαντικά τη χωρητικότητά τους μέσα στους αιώνες, τα πολεμικά πλοία με τα κουπιά ανέλκονταν με την ίδια παραδοσιακή πρακτική, αυτή τηςνηωλκίας, δηλαδή του τραβήγματος του πλοίου στο γιαλό από το πλήρωμα. Τα πρώτα λιμάνια κατασκευασμένα από τον άνθρωπο χρονολογούνται στη 2η χιλιετία π.Χ. στη Μεσοποταμία, ενώ πληροφορίες από τις πηγές αλλά και από σχετικές εικονογραφίες για οικοδομήματα λιμανιών, αλλά και οργανωμένες σχετικές παροχές διαθέτουμε από την Αίγυπτο του πρώιμου 15 αιώνα π.Χ., αλλά και από τον Όμηρο.

"στη χώρα ως να ζυγώσουμε, που έχει τειχιά πυργάτα τριγύρω της, και δυό καλά λιμάνια από τα πλάγια, και που έχει τη μπασιά στενή, κι από τις δυό προβάλλουν τα πλοία, που καθένα τους έχει σκεπή δική του"

Οδύσσεια, Ζ, 262-265

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ
 

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΛΟΙΑ


Η Θάλασσα.

Οι Έλληνες ειδικεύτηκαν στην κατασκευή μικρών αλλά γρήγορων και εύκολων 
στην χρήση πλοίων. Έχοντας πολλά μικρά λιμάνια χρειαζόταν μικρά και ευέλικτα 
πλοία. Αλλά παρ' όλα αυτά μπορούσαν να ταξιδεύουν εύκολα τουλάχιστον 
μέχρι την Κύπρο κουβαλώντας χαλκό από το 3000 π.Χ. Υπάρχουν όμως ενδείξεις 
κατεργασμένων πετρωμάτων της Μήλου που βρέθηκαν στις Μυκήνες και μας οδηγούν
 να δεχόμαστε ακόμα αρχαιότερη ναυτική δραστηριότητα.
Αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι στο Αιγαίο κυκλοφορούσαν οι πρώτες μορφές 
πλοίων απ' το 7000 π.Χ. Οι πρώτοι γνωστοί που εμφανίζονται στη θάλασσα είναι οι
 Κυκλαδίτες (3000 - 2000 π.Χ.) οι οποίοι όμως δίνουν την θέση τους στους Κρήτες 
της Μινωικής περιόδου (1700-1450 π.Χ.). Στην συνέχεια παρουσιάζονται οι Μυκηναίοι 
που και αυτοί δρούσαν σε όλη την γνωστή ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτή την εποχή 
αναφέρονται η Αργοναυτική εκστρατεία αλλά και ο Τρωικός πόλεμος, αν και πολλοί 
θεωρούν τον Τρωικό πόλεμο αρκετά παλαιότερο. Μετά τον ένατο αιώνα παρουσιάζονται
 δυναμικά στον Θαλάσσιο χώρο και η Κόρινθος, η Αίγινα, η Σάμος, η Κέρκυρα, οι
 Συρακούσες και άλλες μικρότερες πόλεις. Αρκετά αργότερα τον έκτο αιώνα π.Χ. 
οι Αθηναίοι δημιουργούν στόλο και κυριαρχούν με την σειρά τους για λίγο στον χώρο.
ΙΛΙΑΔΑ.  
Η πρώτη οργανωμένη ναυτική κίνηση περιγράφεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα
Αναφέρεται ότι 1186 πλοία από διάφορες περιοχές της Ελλάδος μαζί με τους στρατούς
 των διαφόρων Ελληνικών φυλών συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα και όλοι μαζί πήγαν
 στην Τροία! Ο Όμηρος επίσης περιγράφει πολλές λεπτομέρειες τόσο για την ναυπήγηση 
όσο και για την πλοήγηση των πλοίων.



ΟΔΥΣΣΕΙΑ.

Η Οδύσσεια έχει πλήθος αναφορών στις ναυτικές ικανότητες και γνώσεις του Οδυσσέα 

και των συντρόφων του. Κάποιοι πιστεύουν ότι η ραψωδία Κ της Οδύσσειας περιγράφει 

με ακρίβεια το πέρασμα του Οδυσσέα από τα Νορβηγικά φιόρδ! Το αιώνιο ηλιόφως της
 χώρας των Λαιστρυγόνων ταιριάζει με το καλοκαίρι κοντά στον βόρειο αρκτικό κύκλο, 
το τεράστιο μέγεθος των Λαιστρυγόνων θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί εν μέρη από
 ασυνήθιστα μεγάλους ανθρώπινους σκελετούς που βρέθηκαν σε σπηλιές αυτών των 
περιοχών.


ΗΡΑΚΛΕΙΕΣ ΣΤΗΛΕΣ.
Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι οι Ηράκλειες στήλες στο Γιβραλτάρ αποτελούσαν από αρκετά 
παλιότερα πέρασμα και όχι όριο όπως νομίζαμε. Στην Ισπανία κοντά στο Γιβραλτάρ 
υπάρχει ένας πύργος που πιστεύεται απ' τους περίοικους ότι χτίστηκε από τον Ηρακλή
Ο μύθος λέει ότι υπήρχαν δύο πύργοι εκατέρωθεν των στενών του Γιβραλτάρ
 με σκοπό, λειτουργώντας σαν φάροι να διευκολύνουν τα πλοία να προσεγγίζουν 
ευκολότερα το πέρασμα από και προς τον Ατλαντικό ωκεανό.
Απ' αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι κάποιοι τολμούσαν να ταξιδέψουν και στον

 Ατλαντικό αψηφώντας τις φήμες της επίπεδης γης και του τέλους του κόσμου στο Γιβραλτάρ.


ΘΗΡΑΙΚΑ ΠΛΟΙΑ.

Τα πρώτα διάσημα πλοία στον Ελλαδικό χώρο ήταν τα πλοία της Θήρας που
 παραστάσεις τους σώζονται σε αγγεία αλλά και σε τοιχογραφίες που ήρθαν 
πρόσφατα στην επιφάνεια στις ανασκαφές της Θήρας. Οι τοιχογραφίες χρονολογούνται
 στο 1500 - 1600 π.Χ.      
 santorini2.jpg            

ΤΡΙΗΡΗΣ .Η Αθηναϊκή τριήρης είχε μήκος περίπου 35 μέτρων και μέγιστη ταχύτητα τα 

20 (άλλοι όμως την υπολογίζουν στα 15) χιλιόμετρα την ώρα και όποιος ξέρει από
 θάλασσα καταλαβαίνει πόσο γρήγορο ήταν για κωπηλατικό του μεγέθους του! Συνήθως
 κάλυπτε 100 χιλιόμετρα ημερησίως χρησιμεύοντας τόσο σαν εμπορικό όσο και σαν πολεμικό
 σκάφος. Ήταν εξοπλισμένη στο μπροστινό της μέρος με έμβολο επενδυμένο με μέταλλο με
 το οποίο μπορούσε να εμβολίσει και να βυθίσει τα αντίπαλα πλοία. Αν και ήταν 
ιστιοφόρο στις ναυμαχίες βασιζόταν κυρίως στην δύναμη των 170 κωπηλατών του 
που ήταν καθισμένοι σε τρία προσεκτικά σχεδιασμένα επίπεδα (δύο εσωτερικά κι ένα 
εξωτερικό), χειριζόμενοι συγχρονισμένα τρεις σειρές κουπιών. Μεγαλύτερα διπλά 
κουπιά τοποθετημένα στην πρύμνη χρησιμοποιούταν σαν τιμόνι. Είχε βύθισμα μόνο 60 
εκατοστά, κατά συνέπεια μπορούσε να πλέει χωρίς πρόβλημα και σε πολύ αβαθή νερά.



Τριήρης


Τριήρης




Ανάγλυφο με αναπαράσταση τριήρους.



ΝΕΩΣΟΙΚΟΙ.Για να αποφύγουν την διάβρωση του ξύλου απ' τους μικροοργανισμούς του 
νερού, αν το πλοίο δεν χρησιμοποιούταν για κάποιο χρονικό διάστημα (όπως τα πολεμικά 
πλοία) ανελκυόταν στην ξηρά. Οι εγκαταστάσεις στέγασης των ανελκυόμενων πλοίων 
ονομαζόταν νεώσοικοι και υπολείμματα τους βρίσκουμε σε πολλά αρχαία λιμάνια. 
Στο λιμάνι του Πειραιά λέγεται ότι υπήρχαν 372 νεώσοικοι.

Το τμήμα του νεωσοίκου «H» που εντοπίστηκε στο λιμάνι της Ζέας στον Πειραιά.
 Απεικονίσεις καραβιών σε αρχαία αγγεία.

Τοιχογραφία από το Ακρωτήρι της Θήρας. Χρονολογείται περίπου στα 1650 π.Χ. και είναι μινωικής τεχνοτροπίας.
 Απεικονίζει νηοπομπή 14 καραβιών με κουπιά να κινούνται ανάμεσα σε δύο λιμάνια.


Γεωμετρικός κρατήρας με απεικόνιση καραβιού. 800-750 π.Χ. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Ν. Υόρκης.

Απεικόνιση αρχαίου καραβιού από αττικό μελανόμορφο αγγείο. 520 π.Χ. Cabinet des Medailles.


Απεικόνιση καραβιού σε αττικό μελανόμορφο κύπελο. 520-510 π.X. Λούβρο.

Απεικόνιση του Οδυσσέα και των Σειρήνων σε ερυθρόμορφο αγγείο. 480-470 π.Χ. 
Βρεττανικό Μουσείο.

Κύλικας στον απεικονίζεται ένα εμπορικό καράβι να δέχεται επίθεση από πειρατικό καράβι.

Η ΑΡΧΑΙΑ ΔΙΟΛΚΟΣ

Μια βραβευμένη ταινία animation αναπαριστά με μοναδικό τρόπο το εξαιρετικό μνημείο τεχνικού πολιτισμού της αρχαίας Ελλάδας, τον Δίολκο. Ο «Δίολκος των νεών» υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα έργα της μηχανικής των αρχαίων Ελλήνων, ο οποίος ένωνε τα δύο μεγάλα λιμάνια που υπήρχαν κατά την αρχαιότητα, αντί του Ισθμού της Κορίνθου. Τα λιμάνια αυτά ήταν οι Κεχρεές (Σαρωνικός κόλπος) και το Λέχαιον (Κορινθιακός κόλπος). Ο Δίολκος κατασκευάστηκε για να αποφεύγουν τα πλοία τον περίπλου της Πελοποννήσου και την επικινδυνότητα που αντιμετώπιζαν οι ναυτικοί στον μανιασμένο κάβο Μαλέα.
Η ταινία παρουσιάζει πολλές άλλες τεχνολογικές λεπτομέρειες, αλλά σκηνές της ζωής των ναυτικών εκείνης της μακρινής εποχής: τυχερό παιχνίδι, επίσκεψη στον ναό του Ποσειδώνα, γλέντι σε καπηλειό, καθώς και μια συναισθηματική συντυχία. Πρόκειται για ένα έργο-συμβολή στην μελέτη της αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας, μια παραγωγή του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας σε συνεργασία με την Εταιρεία Μελέτης Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας. Δημιουργοί της ταινίας είναι οι Θ. Π. Τάσιος, Ν. Μήκας, Γ. Πολύζος, οι οποίοι έχουν λάβει ως τώρα δύο βραβεία: Καλύτερης ταινίας αναφερόμενης στην αρχαιότητα στο 5ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στην Κύπρο (Νοέμβριος 2009) και καλύτερης εκπαιδευτικής ταινίας στην 8η Διεθνή Συνάντηση Αρχαιολογικής Ταινίας του Μεσογειακού Χώρου στην Αθήνα (Μάιος 2010). http://polsilas1.blogspot.

ΑΡΧΑΙΑ ΚΟΡΙΝΘΟΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟ ΛΙΜΑΝΙ ΛΕΧΑΙΟΥ
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ


Πώς τα λιμάνια έχτιζαν αυτοκρατορίες



Πειραιάς, Μίλητος, Αλεξάνδρεια, Καρχηδόνα, Κωνσταντινούπολη, Βενετία, Αμστερνταμ. Πόλεις που δεν θα έφταναν ποτέ στο γνωστό μεγαλείο τους αν δεν είχαν τα λιμάνια τους να παράγουν πλούτο, πρόοδο και στρατιωτική ισχύ. Από τα αρχαία χρόνια μέχρι τον Μεσαίωνα και την αποικιοκρατία, δεν υπήρξε αυτοκρατορία που να μην στηρίζεται σε αυτά για την ευημερία της.
Πώς τα λιμάνια έχτιζαν αυτοκρατορίες

Στην αρχαία εποχή, τα λιμάνια που μεσουρανούν βρίσκονταν όλα στη Μεσόγειο, το κέντρο του -τότε- γνωστού κόσμου: ο Πειραιάς, η Κόρινθος, οι Συρακούσες, η Μίλητος. Οπως γράφει στο «Ταξίδι στον αρχαίο κόσμο» (εκδ. ΜΙΕΤ) ο Λάιονελ Κάσον, «οι Ελληνες έμποροι βρέθηκαν να αλωνίζουν τη Μεσόγειο κατά μήκος και κατά πλάτος. Τους έβλεπαν στα λιμάνια της νότιας Ρωσίας να παζαρεύουν σιτάρι για τις ανάγκες της Αθήνας, στις αποβάθρες του Πειραιά να φορτώνουν ελαιόλαδο για να εφοδιάσουν τις ελληνικές αποικίες της Μαύρης Θάλασσας, να καταφθάνουν στη Βηρυτό για να προμηθευθούν ξυλεία από τους κέδρους του Λιβάνου, να διαπραγματεύονται στη Μίλητο της Μικράς Ασίας τα φίνα μάλλινα υφάσματα που μεταπουλούσαν δύο και τρεις φορές πάνω από την τιμή αγοράς στα μαγαζιά των Αθηνών και των Συρακουσών».
Μια πολύ όμορφη εικόνα του αρχαίου Πειραιά μας δίνει… ο Αστερίξ. Στην περιπέτειά του «Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες», βλέπουμε ολόκληρο τον ανδρικό πληθυσμό του θρυλικού γαλατικού χωριού να συνοδεύει τον κοντοπίθαρο Γαλάτη στην Ελλάδα. Βλέπουμε τη γαλέρα τους να μπαίνει σε έναν ειδυλλιακό Πειραιά, πορφυρό από το χρώμα της αυγής και με τους δύο φάρους δεξιά και αριστερά, όπως λίγο πολύ συμβαίνει και σήμερα. Δεν ξέρουμε πόσο ακριβής ήταν η απόδοση του αρχαίου λιμανιού από τους Γκοσινί-Ουντερζό, αποτυπώνει όμως εξαιρετικά την αίγλη που είχε ο Πειραιάς εκείνη τη μακρινή εποχή.
Μπορεί κανείς να φαντασθεί τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ταξίδευαν οι ναυτικοί και οι έμποροι εκείνης της εποχής. «Πρώτα πρώτα, οι αρχαίοι ταξιδιώτες κανόνιζαν να φτάνουν πάντα στον προορισμό τους με το φως της ημέρας. Σε μια εποχή που δεν γνώριζαν τους φάρους, ούτε τις φρυκτωρίες και τα φωτεινά σήματα, κανένας καπετάνιος δεν τολμούσε να μπει σε λιμάνι μέσα στο σκοτάδι». Επειτα, θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει τον διαρκή κίνδυνο των πειρατών. «Ο στόλος των Αθηναίων, ο ισχυρότερος στόλος κατά τον 5ο και τον 4ο αιώνα π.Χ., έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά αυτό απλώς βελτίωνε κάπως τα πράγματα».
Εχοντας λοιπόν ως ορμητήριο τον θαλασσινό κόμβο του Πειραιά, οι Ελληνες κυριαρχούσαν από τις ανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας έως τη Μασσαλία. Θα είχαν επεκταθεί ακόμη δυτικότερα αν δεν ήταν οι Φοίνικες, ή μάλλον η Καρχηδόνα, αποικία που ίδρυσαν οι Φοίνικες στις ακτές της Τυνησίας. Σύμφωνα με τον Κάσον, «Οι σφιχτοχέρηδες έμποροι της Καρχηδόνας είχαν από νωρίς πιάσει και τις δύο αντικριστές ακτές της δυτικής Μεσογείου και δεν ήθελαν ανταγωνιστές. Από το 535 π.Χ. και κατά τις επόμενες δεκαετίες, οι Ελληνες που είχαν ιδρύσει τη Μασσαλία επιχείρησαν αρκετές σκληρές θαλάσσιες αναμετρήσεις με τους Καρχηδόνιους, αλλά το μόνο που κέρδισαν ήταν το δικαίωμα να παραμείνουν στις θέσεις τους, ενώ οι Καρχηδόνιοι είχαν τη δυνατότητα να ελέγχουν τη θάλασσα ανάμεσα στις ακτές της Ισπανίας και του Μαρόκου και να κρατούν τα κλειδιά των πυλών του Γιβραλτάρ. […] Στη μακρινή Δύση, τις θάλασσες τις κυβερνούσε ακόμα η Καρχηδόνα, και ούτε Ελληνας ούτε άλλος κανένας δεν είχε το δικαίωμα να ξεπεράσει τη νοητή γραμμή από την Καρχηδόνα (κοντά στη σημερινή Τύνιδα) στια Βαλεαρίδες».
Η Καρχηδόνα υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες πόλεις των Ελληνιστικών χρόνων, μόνο με την Αλεξάνδρεια μπορούσε να συγκριθεί, ήταν επίσης μια από τις μεγαλύτερες πόλεις στην προβιομηχανική ιστορία και αυτή της την αίγλη την οφείλει βέβαια στα λιμάνια της. Η γεωγραφική θέση της πόλης την κατέστησε κυρίαρχη στο ναυτικό εμπόριο της Μεσογείου. Όλα τα πλοία που διέσχιζαν τη θάλασσα έπρεπε αναγκαστικά να περάσουν ανάμεσα στη Σικελία και τις ακτές της Τυνησίας, όπου ήταν χτισμένη η Καρχηδόνα, γεγονός που της προσέδωσε μεγάλη ισχύ και επιρροή.
Δύο μεγάλα τεχνητά λιμάνια χτίστηκαν μέσα στην πόλη, ένα για να φιλοξενεί τον μεγάλο στόλο της πόλης (κάπου 220 πολεμικά πλοία) και άλλο ένα για εμπορικούς σκοπούς. Eνα χτιστός πύργος επέβλεπε και τα δύο λιμάνια, ενώ μεγάλα τείχη προστάτευαν την πόλη από επιθέσεις από τη θάλασσα με μεγάλη επιτυχία.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, στην ανατολική Μεσόγειο, οι θάλασσες ήταν ανοικτές και σε αυτές κυριαρχούσαν οι Ελληνες. Μπορεί κάποιος σήμερα να αναλογιστεί τη δυναμική που προσέδιδε στο εμπορικό δαιμόνιο των Ελλήνων η ύπαρξη ενός λιμανιού όπως ήταν ο Πειραιάς, αρκεί να λάβει υπόψη του ότι η επέκταση του θαλάσσιου εμπορίου είχε καταστήσει αναγκαία την ύπαρξη πρόξενων σε ξένα κράτη. Η παρουσία τους σε διάφορα εμπορικά σημεία της Μεσογείου ενθάρρυνε τις δραστηριότητες και τις μετακινήσεις των Ελλήνων εμπόρων, οι οποίοι εκκινούσαν κυρίως από τον Πειραιά για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους.
Γύρω στο 300 π.Χ., σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο η ελληνική γλώσσα κυριαρχεί. Συνεχίζει ο Κάσον: «Τα ελληνικά σε πήγαιναν τώρα παντού, και, για να γίνουν τα πράγματα ακόμα πιο εύκολα, διαμορφώθηκε με τον καιρό μια ελληνική γλώσσα κοινή, η οποία αντικατέστησε το χάος των παραδοσιακών διαλέκτων ή μιλήθηκε παράλληλα με αυτές».
Καινούργια λιμάνια όμως ξεφύτρωναν διαρκώς, όπως η Αντιόχεια που ιδρύθηκε το 300 π.Χ. από τους Σελευκίδες. Πριν από αυτή όμως, είχε προηγηθεί η Αλεξάνδρεια. Οι Πτολεμαίοι την έκαναν πρωτεύουσα του κράτους τους και ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα του αρχαίου κόσμου. Ο κόσμος της Μεσογείου, ενωμένος όσο ποτέ άλλοτε από τη γλώσσα, το εμπόριο και τον κοινό τρόπο ζωής, ανέπτυξε έναν διεθνή, κοσμοπολιτικό πολιτισμό.
«Η Αλεξάνδρεια ήταν το μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου», υπογραμμίζει ο Κάσον, «με διακίνηση εμπορευμάτων από την Ινδία και την Αφρική όπως και από τις περισσότερες επαρχίες της αυτοκρατορίας, και διέθετε όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός ανθηρού διεθνούς εμπορικού κόμβου: προκυμαία όπου συναντούσες όχι μόνο κατοίκους της Μεσογείου αλλά και Αραβες, Πέρσες, Αιθίοπες, ως και Ινδούς· συνοικίες αλλοδαπών· τομέα αναψυχής γεμάτο νυχτερινά κέντρα. Unus illis deus nummus est: Ενας θεός λατρεύεται εκεί· το χρήμα, διαμαρτυρήθηκε κάποιος κάποτε. Δεν ήταν απόλυτα σωστό. Αν η Αλεξάνδρεια ήταν η Μασσαλία του αρχαίου κόσμου, ήταν επίσης και η Βιέννη, μια πόλη με παθιασμένους λάτρεις της μουσικής».
Στο βιβλίο του «Η καθημερινή ζωή στην Αλεξάνδρεια, 331-30 π.Χ.» (εκδ. Παπαδήμας), ο Πασκάλ Μπαλέ αναφέρει ότι «η Αλεξάνδρεια είναι ένα μεγάλο σταυροδρόμι, όπου συναντιούνται οι δρόμοι από τα πέρατα της Ερυθράς Θάλασσας, της Αφρικής και της εσωτερικής Αιγύπτου. Στην ίδια τη Μεσόγειο ένα πυκνό δίκτυο ανταλλαγών ενώνει την Αλεξάνδρεια με τις παραλιακές πόλεις της Κυρηναϊκής και με τα λιμάνια της ιταλικής χερσονήσου Λοκρούς και Ποτίολους περνώντας από την Καρχηδόνα. Προς το Βορρά η Ελλάδα, η Μικρά Ασία και τα μεγάλα νησιά του Αιγαίου, η Κρήτη και η Ρόδος και, πέρα από το Βυζάντιο, οι πόλεις της Μαύρης Θάλασσας βρίσκονται σε στενή επαφή με την πρωτεύουσα των Λαγιδών. Στην ανατολική Μεσόγειο η Κύπρος, η πιο μακρόβια από τις κτήσεις των Λαγιδών, αποτελεί ένα σταυροδρόμι του αλεξανδρινού εμπορίου, καθώς και οι λιμενικές τοποθεσίες της Συρίας και Παλαιστίνης, μοιρασμένες όμως ανάμεσα στους Σελευκίδες και στους Πτολεμαίους».
Σύμφωνα με τον εξέχοντα αρχαίο γεωγράφο και άτυπο κοινωνικό ανθρωπολόγο της Μεσογείου, τον Στράβωνα, «αυτό που συντελεί περισσότερο στην ευημερία της πόλης είναι πως είναι το μόνο μέρος της Αιγύπτου, που με τη φυσική του διαμόρφωση γνωρίζει μια κατάσταση ευνοϊκή τόσο για το θαλασσινό εμπόριο εξαιτίας των έξοχων λιμανιών του, όσο και για το εσωτερικό εμπόριο, επειδή ο ποταμός διοχετεύει άνετα όλα τα εμπορεύματα σε έναν τόπο με τόσο καλή θέση, που είναι το μεγαλύτερο εμπόριο της οικουμένης».
Οι ναύκληροι και τα πληρώματά τους, που έρχονται από το πέλαγος οδηγημένοι από την ψηλή σιλουέτα του Φάρου, διευθύνονται στ’ αριστερά προς το «Μεγάλο Λιμάνι», στο οποίο φτάνουν από τρία περάσματα ανάμεσα στους υφάλους, μεταξύ των οποίων είναι το «Κέρατο του Ταύρου», και στα δεξιά προς το λιμάνι «Εύνοστος» (Καλή άφιξη). Τα νερά είναι βαθιά και οι καπετάνιοι αγκυροβολούν εκεί. Τα δύο λιμάνια διαμορφώνονται μέσα σε ένα φυσικό ανοιχτό όρμο από τη μια κι από την άλλη πλευρά του μικρού νησιού· στα χρόνια του Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου μια γιγάντια επιχείρηση μπαζώματος και ισοπέδωσης επιτρέπει να συνδέσουν τη Φάρο και την ήπειρο με το Επταστάδιο, έναν τεχνητό ισθμό χιλίων τετρακοσίων περίπου μέτρων. Η γραμμή του μώλου, καθώς αποτελεί προέκταση ενός δρόμου της ηπειρωτικής πλευράς, εντάσσεται αρμονικά μέσα στο τετραγωνισμένο σχέδιο της πόλης. Στα χρόνια των Πτολεμαίων δυο κανάλια τον διασχίζουν και οι βάρκες κάνουν μεταφορές από το ένα λιμάνι στο άλλο. «Οσο για τη σύνδεση των δυο θαλασσινών λιμανιών με τις λιμενικές εγκαταστάσεις της Μαρεώτιδας λίμνης», αναφέρει ο Μπαλέ, «αυτή εξασφαλίζεται με ένα κανάλι που συνδέει τη λίμνη αυτή με το λιμάνι του Εύνοστου».
Η Αλεξάνδρεια δεν αποτέλεσε ζωτικής σημασίας λιμάνι για τους Αιγύπτιους αλλά και για τους κατακτητές Ρωμαίους φυσικά, οι οποίοι δεν παρέλειψαν να κερδίσουν και από τους σχετικούς φόρους. Και πάλι ο Κάσον: «Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διατηρούσε σταθμούς ελέγχου όχι μόνο στα λιμάνια και στα σύνορα αλλά και στα όρια των επαρχιών, γιατί έπρεπε να πληρώνεται φόρος ακόμη και για τα εμπορεύματα που περνούσαν από τη μία επαρχία στην άλλη».
Η ρωμαϊκή συμβολή στην επέκταση και την αύξηση των εμπορικών συναλλαγών και των ταξιδιών εν γένει ήταν κάτι παραπάνω από σημαντική. «Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων μ. Χ., όταν η Μεσόγειος είχε γίνει ένας κόσμος ενιαίος από πολιτική και πολιτιστική άποψη, τα ίδια κίνητρα ώθησαν στους δρόμους και στη θάλασσα πολύ μεγαλύτερα πλήθη κόσμου, και οι μετακινήσεις τους προχώρησαν πολύ μακρύτερα προς κάθε κατεύθυνση. Εμποροι και κρατικοί υπάλληλοι πηγαινοέρχονταν από τη Βρετανία στην Ινδία, τα ιερά του Ασκληπιού συγκέντρωναν διεθνή πελατεία, οι αγώνες προσέλκυαν θεατές από όλα τα μέρη του κόσμου».
Ετσι λοιπόν, βρισκόμαστε πλέον σε μια κατάσταση κατά την οποία η Ρώμη, η Αντιόχεια, η Καισάρεια, η Αλεξάνδρεια, η Καρχηδόνα, τα Γάδειρα (Κάδιξ), η Καρθαγένη, η Ταρρακώνα, η Ναρβώνα, η Μασσαλία, η Αρελάτη, ήταν τα κύρια εμπορικά κέντρα γύρω στη Μεσόγειο. «Θαλάσσιοι δρόμοι διασταυρώνονταν από τη μια στην άλλη, ενώ ακτοπλοϊκές γραμμές τις συνέδεαν με τα μικρότερα κοντινά λιμάνια. Η Ρώμη, ως πρωτεύουσα και τοποθετημένη στο κέντρο, είχε ευλόγως την καλύτερη συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση, με δρόμους που πήγαιναν προς όλες τις κατευθύνσεις».

Από την Πόλη στη Βενετία
Για πολλούς αιώνες όλοι οι «δρόμοι οδηγούσαν στη Ρώμη», ωστόσο, κάποτε ήγγικεν η ώρα της Κωνσταντινούπολης. Οπως γράφει ο Τζον Φρίλι στο «Κωνσταντινούπολη. Από τον Χριστιανισμό στο Ισλάμ» (εκδ. Περίπλους), «δεν υπάρχει σ’ όλο τον κόσμο άλλη πολιτεία, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, που να είναι χτισμένη σε δύο ηπείρους», υπογραμμίζοντας ότι ο ιδανικός τρόπος για να προσεγγίσει κανείς την Πόλη βέβαια «θα ήταν από τη θάλασσα, όπως συνηθιζόταν στους πρώτους είκοσι έξι αιώνες της ιστορίας της, που ο κόσμος την ήξερε πρώτα ως Βυζάντιο, ύστερα ως Κωνσταντινούπολη κι αργότερα ως Ισταμπούλ». Τα πλοία άφηναν πίσω τους το Αιγαίο, περνούσαν μέσα από τα Δαρδανέλλια, τον ελληνικό Ελλήσποντο, τη Θάλασσα του Μαρμαρά και στη συνέχεια την αρχαία Προποντίδα, για να διασχίσουν το Βόσπορο, «αυτό το καταπληκτικής ομορφιάς υδάτινο στενό που χωρίζει Ευρώπη και Ασία» για να διαπλεύσουν το στόμιο του Κεράτιου Κόλπου και να δέσουν στο κάτω άκρο του Βοσπόρου ή βορειότερα, στο λιμάνι του Γαλατά, το οποίο αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τους μεσαιωνικούς χρόνους. Ο Πιερ Ζιλ ήταν που αποκάλεσε το Βόσπορο «το στενό που ξεπερνά όλα τα στενά, γιατί μ’ ένα κλειδί ανοίγει και κλείνει δύο κόσμους, δύο θάλασσες». «Ακριβώς όπως η Τροία», συμπληρώνει ο Φρίλι, «εξαιτίας της θέσης της, έλεγχε τα στενά στα προϊστορικά χρόνια, έτσι και η Βασιλεύουσα στον Βόσπορο κρατούσε τα κλειδιά για τους δύο κόσμους και τις δύο θάλασσες από τα παλιά χρόνια μέχρι σήμερα».
Ευλογημένος τόπος, ιδανικός ψαρότοπος, γι’ αυτό και ήταν μία από τις κύριες πηγές εισοδήματος για τους Βυζαντινούς. «Αλλες σημαντικές πηγές εισοδήματος ήταν οι δασμοί και τα λιμενικά τέλη, που πλήρωναν όσα πλοία περνούσαν από το στενό, μιας και το Βυζάντιο έλεγχε το Βόσπορο από την αρχή της ιστορίας του κι αυτός ήταν ο βασικός λόγος της ανάπτυξής του».
Οπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, δεν είναι τυχαίο που η θρυλική αυτή πόλη και το λιμάνι της, από αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό Βυζάντιο σε Κωνσταντινούπολη και από Ισταμπούλ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε Ισταμπούλ της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας, βρέθηκε στο επίκεντρο των σεισμικών δονήσεων της Ιστορίας, όχι μόνον της περιοχής αλλά ευρύτερα, αποτελώντας συχνά μήλον της έριδας ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή.
Αν η Κωνσταντινούπολη και το λιμάνι της ήταν η «Βασιλεύουσα», η Βενετία, στην άλλη πλευρά της Μεσογείου σχεδόν, πέρασε στην Ιστορία ως «Θαλασσοκράτειρα». Βεβαίως, η Βενετία ήταν αρχικά προσδεδεμένη στο Βυζάντιο, στο πλαίσιο μιας σχέσης πολυτάραχης, με συγκρούσεις και συρράξεις, η οποία όμως με την πάροδο των χρόνων έφθινε και οι Βενετοί άρχισαν να αναγνωρίζουν την υποτέλειά τους σε όποιο ηγεμόνα χρησιμοποιούσε στη Δύση τον τίτλο του Αγίου Ρωμαίου Αυτοκράτορα. «Η ηγετική θέση της Βενετίας ως κύριου λιμανιού της Αδριατικής και βασικού κρίκου μεταξύ Ανατολής και Δύσης στη βόρεια Ιταλία», γράφει ο Φρέντερικ Λέιν στο βιβλίο του «Βενετία, η θαλασσοκράτειρα» (εκδ. Αλεξάνδρεια), «δεν κατακτήθηκε χωρίς αγώνες».
Πρόκειται φυσικά για μια πόλη χτισμένη πάνω στο νερό γι’ αυτό και η κύρια αρτηρία της ξεκινούσε από την παραλία, διαπερνούσε την όλη πόλη και ονομαζόταν το Μεγάλο Κανάλι. «Η κυκλοφορία στο Μεγάλο Κανάλι άγγιζε τη μέγιστη πυκνότητά της γύρω από την ξύλινη γέφυρα του Ριάλτο», γράφει ο Λέιν, «όπου οι μαούνες από τα ποτάμια της στεριάς έσμιγαν με τα ιστιοφόρα που έρχονταν από τη θάλασσα. Ο ελεύθερος χώρος στη βάση της γέφυρας φιλοξενούσε στην αρχή το τοπικό παζάρι, όπου οι Βενετοί αγόραζαν τα τρόφιμά τους. Μετά έγινε τόπος συνάντησης των χονδρέμπορων πολλών εθνών – των Βενετών με τα μπαχαρικά και τα μετάξια από την Ανατολή, των Λομβαρδών και των Φλωρεντινών που πρόσφεραν μεταλλουργήματα και υφαντά, των Γερμανών, για τους οποίους αποκλειστικά κτίστηκε δίπλα στη γέφυρα ένα κτίριο που συνδύαζε τις λειτουργίες του ξενοδοχείου και της αποθήκης (το Φόντακο ντέι Τεντέσκι), και πολλών άλλων που έρχονταν από την πίσω μεριά των Αλπεων και από άλλα μέρη της Ιταλίας».
Εως τις πρώτες δεκαετίες του δέκατου τέταρτου αιώνα, η Βενετία φιλοξενούσε μερικές από τις σπουδαιότερες ναυπηγικές εγκαταστάσεις της εποχής. Οι Βενετοί ανέπτυξαν επίσης ένα οργανωμένο δίκτυο λιμεναρχών για την αποτελεσματική φύλαξη του λιμανιού της, ενώ, αξιοσημείωτο είναι ότι μια άλλη υπηρεσία, που μάλιστα εντυπωσίαζε τους επισκέπτες τον δέκατο έκτο αιώνα ως σημαντικό στοιχείο προόδου, ήταν το Λαζαρέτο: ένα νησί που το 1423 κηρύχθηκε τόπος κατάλυσης των αρρώστων. Το 1485 οι Βενετοί εγκαινίασαν το θεσμό που σήμερα όλο ξέρουμε ως «καραντίνα», που σήμαινε «τη σαρανταήμερη κράτηση όσων καραβιών υπήρχε η υποψία πως ήταν μολυσμένα με πανούκλα, με τον επίφοβο Μαύρο Θάνατο». Παρά τις προφυλάξεις όμως, η πόλη χτυπήθηκε άσχημα από το λοιμό.
Η ηγεμονία που άσκησε η Βενετία στην ανατολική Μεσόγειο οφειλόταν εν πολλοίς στον τρόπο που ο δόγης Ενρίκο Ντάντολο χρησιμοποίησε την Τέταρτη Σταυροφορία, οπότε και θεμελιώθηκε η αποτελεσματικότητα των Βενετών στη ναυπήγηση πλοίων και στη δραστηριότητα τόσο των πολεμικών όσο και των εμπορικών καραβιών. «Η “θαλασσοκρατία” στην οποία μπορούσαν να αποβλέπουν οι Βενετοί είχε κατά βάση την έννοια να μπορούν να προστατεύουν τις δικές τους εμπορικές νηοπομπές και παράλληλα να προκαλούν απώλειες στο εμπόριο του εχθρού ή να κάνουν επιδρομές στις ακτές ή τις αποικίες του», γράφει ο Λέιν, προσθέτοντας: «Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Βενετία οργάνωσε αυτό το είδος του ναυτικού ελέγχου στην ανατολική Μεσόγειο». Για την ακρίβεια, η βενετική κυβέρνηση ήταν «απροσχημάτιστα καπιταλιστική τον δέκατο τέταρτο και τον δέκατο πέμπτο αιώνα, με την έννοια ότι οι αποφάσεις της αποσκοπούσαν στο να δίνουν τη δυνατότητα στους Βενετούς να βγάζουν κέρδη επενδύοντας στο εμπόριο».
Η τάφρος δίπλα ακριβώς από την πλατεία της Πιάτσα (της πλακόστρωτης αυλή μπροστά από τον Αγιο Μάρκο) και κατά μήκος του Δουκικού Ανακτόρου επιχωματώθηκε περί το 1150 και ονομάστηκε Πιατσέτα. Τόσο η Πιάτσα όσο και η Πιατσέτα ήταν τα κέντρα εορταστικών εκδηλώσεων τις γιορτινές μέρες. Στην άλλη άκρη της Πιατσέτας βρισκόταν το πιο πολυάσχολο κέντρο του εσωτερικού λιμανιού της Βενετίας, το Μπατσίνο Σαν Μάρκο. Ο όρμος αυτός εκτεινόταν από τον πλακόστρωτο Μόλο μπροστά από το Παλάτι του Δόγη, ως το μοναστήρι του Σαν Τζόρτζο Ματζόρε, πάνω στο ομώνυμο νησί, και ως τη λεγόμενη σήμερα Πούντα ντέλλα Ντογκάνα. Στα χρόνια των ιστιοφόρων τα μεγάλα καράβια έδεναν είτε στο Μόλο είτε εκεί όπου είναι σήμερα η Ρίβα ντέλι Σκιαβόνι, ή έριχναν άγκυρα απέναντι από το Παλάτι του Δόγη και ξεφόρτωναν το φορτίο τους σε μαούνες. Επί αιώνες κεντρικό τελωνείο δεν υπήρχε· ο κυβερνήτης του καραβιού, έπρεπε, για να ξεφορτώσει, να πάρει προηγουμένως έγγραφη άδεια από τους αρμόδιους αξιωματούχους. Υστερα, εμπορεύματα όπως το αλάτι πήγαιναν σε μια κρατική αποθήκη, ενώ πολλά άλλα πήγαιναν κατευθείαν στις αποθήκες που βρίσκονταν στα μέγαρα των εμπόρων.
Τελωνείο μπορεί να μην υπήρχε βέβαια αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν κάποιοι κανονισμοί. Όλα τα βενετσιάνικα πλεούμενα, ακόμα και οι μαούνες των ποταμών, διέπονταν από κυβερνητικούς κανονισμούς. Όταν οι μαούνες περνούσαν από τη λιμνοθάλασσα στα ποτάμια που οδηγούσαν στην ενδοχώρα, έπρεπε να δένουν σε συγκεκριμένα σημεία ελέγχου, όπου οι βαρκάρηδες που κουβαλούσαν απαγορευμένα αγαθά μπορούσαν να συλληφθούν και να τους επιβληθούν πρόστιμα. Πρόστιμα τους επιβάλλονταν επίσης στην περίπτωση που τους έβρισκαν με υπέρβαρο φορτίο. Κάθε μαούνα ήταν σημαδεμένη μ’ ένα καρφί που το έλεγαν «κλειδί» και χρησίμευε ως γραμμή φορτίου. Το ύψος όπου στερεωνόταν το καρφί εξαρτιόταν από το φάρδος του πάτου της μαούνας. Αν το «κλειδί» ήταν κάτω από το νερό ο μαουνιέρης πλήρωνε πρόστιμο, το ύψος του οποίου κυμαινόταν ανάλογα με το πόσες ίντσες υπέρβαρος ήταν.
Σταδιακά, η Βενετία μεταβλήθηκε σε ναυτική δύναμη δεύτερης κατηγορίας, καθώς η Οθωμανική και η Ισπανική Αυτοκρατορία αύξαναν τους ναυτικούς εξοπλισμούς τους στη Μεσόγειο. Αυτό δεν την εμπόδισε να ξανοιχτεί πέρα από τη μεσογειακή λεκάνη, ειδικά όταν έγινε γνωστό, στα τέλη του δέκατου πέμπτου αιώνα, ότι υπήρχε και άλλη θαλάσσια οδός προς αυτό που ο κόσμος πίστευε τότε ότι ήταν η Ανατολή, ενώ, την ίδια στιγμή, οι Πορτογάλοι, εκκινώντας από τη Λισαβόνα, κατακτούσαν τις αφρικανικές ακτές.
Ο ανταγωνισμός ήταν θηριώδης. Ο θρίαμβος των χριστιανών στη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571 εις βάρος των Οθωμανών, μολονότι πήραν μέρος έξι μεγάλες βενετσιάνικες γαλέρες, κατοχυρώθηκε «με το λάβαρο των σταυροφόρων και όχι του φτερωτού λιονταριού του αγίου Μάρκου». Ωστόσο, πανηγυρίστηκε έξαλλα στη Βενετία καθώς «η νίκη των Οθωμανών ή μια ντροπιαστική αποχώρηση των χριστιανών θα είχε αφήσει στο έλεος των Τούρκων κάθε Βενετό στη θάλασσα».

Η κυριαρχία του Αμστερνταμ
Η σημασία της Βενετίας θα παραμείνει τεράστια για πολλούς αιώνες ακόμα, όμως ήδη από την εποχή της ναυμαχίας της Ναυπάκτου, έχουν εμφανιστεί νέα δυναμικά λιμάνια στην Ευρώπη. Είδαμε τι ρόλο έπαιζε η Λισαβόνα για την πορτογαλική αυτοκρατορία, ανάλογα όμως, στην βόρεια Ευρώπη ανέτειλε ένα παραθαλάσσιο εμπορικό κέντρο που θα πρωταγωνιστήσει έως και τον δέκατο ένατο αιώνα. Το Αμστερνταμ, το διαχρονικό καμάρι της Ολλανδίας, μπορεί να ξεκίνησε και να αναπτύχθηκε ως πόλη προσκυνητών και θρησκευτικής ανοχής, μετά όμως τις σφοδρές συγκρούσεις των Ολλανδών με τους Ισπανούς, γύρω στα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα ζούσε έναν «χρυσό αιώνα», όντας παγκόσμιο κέντρο θαλασσινού εμπορίου με πλοία να πηγαινοέρχονται στην βόρεια Αμερική, στην Ινδονησία, στη Βραζιλία και την Αφρική, θέτοντας τα θεμέλια για αυτό που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως «ολλανδικές αποικίες». Από τα τέλη του 17ου και κυρίως στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, εξ αιτίας των πολέμων με την Βρετανία και τη Γαλλία, το Αμστερνταμ άρχισε να φθίνει, με αποκορύφωμα την περίοδο των Ναπολεόντιων πολέμων, οπότε η πόλη και το λιμάνι της έφτασαν σε ένα ναδίρ ως οικονομική δύναμη, για να πάρει και πάλι τα πάνω της, ως ένα βαθμό, μετά το 1815.
Την ίδια στιγμή όμως, η Ολλανδία απολάμβανε τα οφέλη των αποικιών της, θεμελιώνοντας μερικά από τα πιο σημαντικά της λιμάνια στις Ανατολικές Ινδίες. Ηδη από τα τέλη του 2ου αιώνα μ. Χ., τα φορτηγά πλοία των δυτικών είχαν ανοιχτεί στις θάλασσες ανατολικά της Ινδίας, πέρασαν το στόμιο του κόλπου της Βεγγάλης και άρχισαν εμπορικά συναλλαγές με τη Μαλαισία, τη Σουμάτρα και την Ιάβα. Περί τα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα, τα πρώτα ολλανδικά πλοία άρχισαν να καταφτάνουν και να αποκτούν τον έλεγχο του ινδονησιακού αρχιπελάγους, μολονότι τμήματα της Ιάβας και άλλων νησιών βρίσκονταν κάτω από ολλανδική κυριαρχία για πάνω από 350 χρόνια.
Σήμερα θεωρείται ακριβές αν πει κάποιος ότι η εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου της Ινδονησίας οδήγησε στην εκβιομηχάνιση της Ολλανδίας: καφές, τσάι, κακάο, καπνός, καουτσούκ, ζάχαρη, καρύδα – ήταν μερικά από τα προϊόντα που εμπορεύτηκαν οι Ολλανδοί χάρη στην εκμετάλλευση των Ανατολικών Ινδιών. Η κυριαρχία τους κράτησε αρκετά, έως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε και αρχικά δέχθηκαν ιαπωνική εισβολή ενώ, στη συνέχεια, επήλθε το σταδιακό τέλος της αποικιοκρατίας.


Λισαβόνα

Καλλιτεχνική απεικόνιση του πώς έμοιαζε το λιμάνι της Λισαβώνας το 1592. Η πόλη γνώρισε πρωτοφανή ακμή για αιώνες, μέχρι που ένα τσουνάμι την κατέστρεψε το 1755.
Πώς τα λιμάνια έχτιζαν αυτοκρατορίες

Καρχηδόνα

Το αρχαίο λιμάνι της Καρχηδόνας, η οποία κυριαρχούσε στο θαλάσσιο εμπόριο της Μεσογείου στους Ελληνιστικούς χρόνους. Εντυπωσιακό έργο, ακόμη και με τα σημερινά μέτρα.
Πώς τα λιμάνια έχτιζαν αυτοκρατορίες

Κωνσταντινούπολη

Βαρκάρηδες διαπραγματεύονται με υποψήφιους επιβάτες το πέρασμα του Βοσπόρου, στην Κωνσταντινούπολη, το 1877.
Πώς τα λιμάνια έχτιζαν αυτοκρατορίες

Αμστερνταμ

Το λιμάνι του Αμστερνταμ το 1680 ήταν το κέντρο της αποικιοκρατικής επέκτασης των Ολλανδών στον Ινδικό ωκεανό.
Πώς τα λιμάνια έχτιζαν αυτοκρατορίες


















http://www.gkmagazine.gr